- ἐρικός
- ἐρικόςwoollenmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ρέμπορν, σερ Ερίκος — (Reaburn, 1756 – 1823). Άγγλος ζωγράφος. Πρωτοεμφανίστηκε ως ζωγράφος με πίνακές του στο Εδιμβούργο, που κίνησαν το ενδιαφέρον των φιλότεχνων. Πήγε έπειτα στην Ιταλία όπου σπούδασε την τέχνη της Αναγέννησης. Αργότερα εγκαταστάθηκε πια στη Σκοτία … Dictionary of Greek
Τουρν, Ερίκος - Ματθίας, κόμης ντε- — (Thurn, 1580 – 1640). Aυστριακός ευγενής, καταγόταν από οικογένεια διαμαρτυρόμενων. Διακρίθηκε στους πόλεμους εναντίον των Tούρκων και πήρε για ανταμοιβή του το βουργραβάτο του Kάρλσταϊν. Στη συνέχεια εξελέγη από τους Bοημούς μεταξύ των 30… … Dictionary of Greek
Ριχάρδος — Όνομα 3 βασιλιάδων της Αγγλίας. 1. Ρ. Α’ ο Λεοντόκαρδος (Οξφόρδη 1157 – Σαλί, Λιμουζέν 1199). Διαδέχτηκε τον Ερίκο B’ (1189) αλλά λίγους μήνες αργότερα έφυγε από την Αγγλία με οχτώ χιλιάδες άντρες για να ενωθεί με τους Σταυροφόρους. Κατέλαβε την… … Dictionary of Greek
περιβολής, έριδα της- — Έτσι είναι γνωστή στην ευρωπαϊκή ιστορία η μακρόχρονη και οξύτατη πολιτικοθρησκευτική σύγκρουση ανάμεσα στον πάπα και στον αυτοκράτορα της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Η έριδα κράτησε από το 1075 ώς το 1122 και είχε ως αφορμή την απόπειρα του… … Dictionary of Greek
Μουσείο Κοσμήματος Ηλία Λαλαούνη — Στεγάζεται σε ένα όμορφο κτίριο των αρχών του 20ού αι. σε μια πάροδο της οδού Διονυσίου Αρεοπαγίτου (Καλλισπέρη 12), πολύ κοντά στην Ακρόπολη. Στις προθήκες του παρουσιάζονται κοσμήματα και σχέδια κοσμημάτων και διακοσμητικών αντικειμένων από την … Dictionary of Greek
Ροβέρτος — I Λατίνος αυτοκράτορας (1221 28) της Κωνσταντινούπολης. Eξελέγη αυτοκράτορας από τους βαρόνους, μετά την άρνηση του μεγαλύτερου αδελφού του Φίλιππου να αναλάβει το αξίωμα. Η διαρκής όμως πίεση του Βατάτζη και του δεσπότη της Ηπείρου Θεόδωρου, τον … Dictionary of Greek
ἐρικάς — ἐρικά̱ς , ἐρικός woollen fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)